- παριστάνεις
- παριστάνωpres ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παριστάνω — και παρασταίνω / παριστάνω και παρίστημι και παριστῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. 1. εικονίζω, εμφανίζω παράσταση, ζωγραφίζω, απεικονίζω (α. «η εικόνα παριστάνει τη Γέννηση τού Χριστού» β. «ανάγλυφον παριστών την Αθηνά») 2. (για ηθοποιούς) υποδύομαι έναν… … Dictionary of Greek
βεντέτα — I (λ. γαλλ.) 1. πρωταγωνίστρια του θεάτρου ή του κινηματογράφου: Μια μεγάλη βεντέτα πρωταγωνιστεί σ αυτό το έργο. 2. πρόσωπο δημοφιλές με αλαζονική όμως συμπεριφορά: Πρόσεξε τη συμπεριφορά σου και μην παριστάνεις τη βεντέτα. II (λ. ιταλ.),… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)